νομοφυλακια

νομοφυλακια
    νομοφυλακία
    νομο-φῠλᾰκία
    ἥ охрана законов Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νομοφυλακια" в других словарях:

  • νομοφυλακία — νομοφυλακίᾱ , νομοφυλακία preservation of the laws fem nom/voc/acc dual νομοφυλακίᾱ , νομοφυλακία preservation of the laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοφυλακία — νομοφυλακία, ἡ (Α) [νομοφύλαξ] 1. η διαφύλαξη τών νόμων 2. το αξίωμα τού νομοφύλακος («νομοφυλακία, παιδονομία, γυμνασιαρχία», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • νομοφυλακίαν — νομοφυλακίᾱν , νομοφυλακία preservation of the laws fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»